χρώματ' — χρώ̱ματα , χρῶμα skin neut nom/voc/acc pl χρώ̱ματι , χρῶμα skin neut dat sg χρώ̱ματε , χρῶμα skin neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαυκός — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… … Dictionary of Greek
ισοχρωματικός — ή, ό (φωτογρ.) αυτός που παρουσιάζει την ίδια ευαισθησία σε όλα τα χρώματα τού φάσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. isochromatique < iso (πρβλ.ισ[o] ) + chromat ique (πρβλ. χρωματ ικός)] … Dictionary of Greek
χρωμ(ο)- — Ν βλ. χρωματ(ο) … Dictionary of Greek
χρωματίδα — και χρωματίδη, η, Ν βιολ. καθένα από τα δύο αντίγραφα ενός αναδιπλασιασμένου χρωματοσώματος, τα οποία είναι ορατά κατά την πρόφαση και τη μετάφαση τής μίτωσης και τής μείωσης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chromatid < χρωματ(ο) * (<… … Dictionary of Greek
χρωματοτροπισμός — ο, Ν βιολ. προσανατολισμός ως απόκριση σε ένα ερέθισμα που συνίσταται σε ένα συγκεκριμένο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chromatotropism (< χρωματ[ο] * + τροπισμός)] … Dictionary of Greek
χρωματόγραμμα — το, Ν χημ. το χρωματογράφημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chromatogram < χρωματ(ο) (< χρώμα, ατος) + γράμμα] … Dictionary of Greek